- μεθοδιστής
- ο, θηλ. μεθοδίστριαο πιστός τής διδασκαλίας τού μεθοδισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο (< μέθοδος + κατάλ. -ιστής), πρβλ. αγγλ. methodist. Η λ., στον λόγιο πληθ. μεθοδισταί, μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.